- βεγγέρα
- η1) вечеринка; 2) посиделки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βεγγέρα — η (λ. ιταλ.) 1. η βραδινή συναναστροφή για συζήτηση και διασκέδαση, η επίσκεψη, η εσπερίδα: Κάθε Σάββατο βράδυ κάνουμε βεγγέρα στους φίλους μας. 2. νυχτερινή εργασία πολλών μαζί γυναικών, νυχτέρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βεγγέρα — η βραδινή συγκέντρωση σε σπίτι για φιλική συζήτηση ή διασκέδαση, συναναστροφή όπου προσφέρονται αναψυκτικά, ελαφρά ποτά και γλυκίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. veggheria «αγρυπνία, εσπερίδα»] … Dictionary of Greek
αποσπερίζω — 1. εμφανίζομαι το βράδι 2. περνώ το βράδι με παρέα, σε βεγγέρα … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
σουαρέ — το (λ. γαλλ.), εσπερινή ψυχαγωγική συγκέντρωση, βεγγέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)